Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρθριτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρθριτικ
ός
η
αρθριτικ
ή
το
αρθριτικ
ό
γενική
του
αρθριτικ
ού
της
αρθριτικ
ής
του
αρθριτικ
ού
αιτιατική
τον
αρθριτικ
ό
την
αρθριτικ
ή
το
αρθριτικ
ό
κλητική
αρθριτικ
έ
αρθριτικ
ή
αρθριτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρθριτικ
οί
οι
αρθριτικ
ές
τα
αρθριτικ
ά
γενική
των
αρθριτικ
ών
των
αρθριτικ
ών
των
αρθριτικ
ών
αιτιατική
τους
αρθριτικ
ούς
τις
αρθριτικ
ές
τα
αρθριτικ
ά
κλητική
αρθριτικ
οί
αρθριτικ
ές
αρθριτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρθριτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αρθριτικός
ο σχετικός με την αρθρίτιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρθριτικός
γαλλικά
:
arthritique
(fr)
γερμανικά
:
arthritisch
(de)