Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρθριτικός η αρθριτική το αρθριτικό
      γενική του αρθριτικού της αρθριτικής του αρθριτικού
    αιτιατική τον αρθριτικό την αρθριτική το αρθριτικό
     κλητική αρθριτικέ αρθριτική αρθριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρθριτικοί οι αρθριτικές τα αρθριτικά
      γενική των αρθριτικών των αρθριτικών των αρθριτικών
    αιτιατική τους αρθριτικούς τις αρθριτικές τα αρθριτικά
     κλητική αρθριτικοί αρθριτικές αρθριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρθριτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αρθριτικός

  • ο σχετικός με την αρθρίτιδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία