↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργούτσικος η αργούτσικη το αργούτσικο
      γενική του αργούτσικου της αργούτσικης του αργούτσικου
    αιτιατική τον αργούτσικο την αργούτσικη το αργούτσικο
     κλητική αργούτσικε αργούτσικη αργούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργούτσικοι οι αργούτσικες τα αργούτσικα
      γενική των αργούτσικων των αργούτσικων των αργούτσικων
    αιτιατική τους αργούτσικους τις αργούτσικες τα αργούτσικα
     κλητική αργούτσικοι αργούτσικες αργούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργούτσικος < υποκορ. του αργός

  Επίθετο

επεξεργασία

αργούτσικος

  1. ο λίγο αργός
  2. που καθυστερεί λίγο πέρα από την κανονική ώρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία