αραποσίτινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραποσίτινος < αραποσίτι
Επίθετο επεξεργασία
αραποσίτινος, -η, -ο
- αυτός που σχετίζεται με το αραποσίτι ή παρασκευάζεται από αυτό
- αραποσίτινο ψωμί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραποσίτινος
|