Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραπόσταρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αραπόσταρ
ο
τα
αραπόσταρ
α
γενική
του
αραπόσταρ
ου
των
αραπόσταρ
ων
αιτιατική
το
αραπόσταρ
ο
τα
αραπόσταρ
α
κλητική
αραπόσταρ
ο
αραπόσταρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραπόσταρο
<
αραποσίταρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αραπόσταρο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
άλλη μορφή
του
αραποσίταρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραπόσταρο
→
δείτε
τη λέξη
αραποσίταρο