Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απόσπερμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απόσπερμα
τα
αποσπέρμα
τ
α
γενική
του
αποσπέρμα
τ
ος
των
αποσπερμά
τ
ων
αιτιατική
το
απόσπερμα
τα
αποσπέρμα
τ
α
κλητική
απόσπερμα
αποσπέρμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απόσπερμα
<
αποσπέρνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απόσπερμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
αποσπέρνω
(
ειδικότερα
) (ποιητικός τύπος)
κακός
απόγονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απόσπερμα