Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόπιομα τα αποπιόματα
      γενική του αποπιόματος των αποπιομάτων
    αιτιατική το απόπιομα τα αποπιόματα
     κλητική απόπιομα αποπιόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόπιομα < αποπίνω, θέμα αποπιο- (δείτε πιόμα για το όμικρον) + -μα. Μορφολογικά, από- + πιόμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.pço.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐πιο‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόπιομα ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία