↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσμάχητος η απροσμάχητη το απροσμάχητο
      γενική του απροσμάχητου της απροσμάχητης του απροσμάχητου
    αιτιατική τον απροσμάχητο την απροσμάχητη το απροσμάχητο
     κλητική απροσμάχητε απροσμάχητη απροσμάχητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσμάχητοι οι απροσμάχητες τα απροσμάχητα
      γενική των απροσμάχητων των απροσμάχητων των απροσμάχητων
    αιτιατική τους απροσμάχητους τις απροσμάχητες τα απροσμάχητα
     κλητική απροσμάχητοι απροσμάχητες απροσμάχητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροσμάχητος < ἀπροσμάχητος

  Επίθετο

επεξεργασία

απροσμάχητος, -ο, -ο

  1. ο ακαταμάχητος
  2. που είναι δύσκολο να πορευθείς και να πολεμήσεις εναντίον του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία