απράυντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απράυντος < ελληνιστική κοινή ἀπράϋντος[1] < αρχαία ελληνική πραΰνω < πραΰς / πρᾶος
Επίθετο
επεξεργασίααπράυντος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απράυντος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀπράϋντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- απράυντος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)