Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποχρωστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποχρωστικ
ός
η
αποχρωστικ
ή
το
αποχρωστικ
ό
γενική
του
αποχρωστικ
ού
της
αποχρωστικ
ής
του
αποχρωστικ
ού
αιτιατική
τον
αποχρωστικ
ό
την
αποχρωστικ
ή
το
αποχρωστικ
ό
κλητική
αποχρωστικ
έ
αποχρωστικ
ή
αποχρωστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποχρωστικ
οί
οι
αποχρωστικ
ές
τα
αποχρωστικ
ά
γενική
των
αποχρωστικ
ών
των
αποχρωστικ
ών
των
αποχρωστικ
ών
αιτιατική
τους
αποχρωστικ
ούς
τις
αποχρωστικ
ές
τα
αποχρωστικ
ά
κλητική
αποχρωστικ
οί
αποχρωστικ
ές
αποχρωστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποχρωστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αποχρωστικός
διαφοροποιημένος από κάτι βασικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποχρωστικός
αγγλικά
:
decolorising
(en)
,
decolorizing
(en)