αποτολμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτολμιά | οι | αποτολμιές |
γενική | της | αποτολμιάς | των | αποτολμιών |
αιτιατική | την | αποτολμιά | τις | αποτολμιές |
κλητική | αποτολμιά | αποτολμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποτολμιά < μεσαιωνική ελληνική αποτολμιά < αποτολμώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτολμιά θηλυκό
- (σπάνιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτολμώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποτολμιά
|