αποτείχιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτείχιση | οι | αποτειχίσεις |
γενική | της | αποτείχισης* | των | αποτειχίσεων |
αιτιατική | την | αποτείχιση | τις | αποτειχίσεις |
κλητική | αποτείχιση | αποτειχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτειχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτείχιση < αποτειχίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποτείχιση θηλυκό
- (θρησκεία) η διακοπή κοινωνίας ενός χριστιανού με έναν ιερέα ή αρχιερέα ο οποίος υποστηρίζει πως κηρύττει αίρεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτείχιση
|