αποτίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτίνω < συμφυρμός των αρχαίων ρημάτων ἀποτίνω (ξεπληρώνω) < ἀπό + τίνω (πληρώνω τίμημα) & τίω (τιμώ, υπολογίζω την αξία) που δεν είναι ετυμολογικά συγγενές. .[1]
- Η σύγχυση των δύο ρημάτων τίνω και τίω, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, καθώς ο μέλλοντας τίσω και ο αόριστος ἔτισα συνέπιπταν.
- Η μορφή αποτίω είναι πολύ συνηθισμένη, σε σχέση με το ετυμολογικά ακριβέστερο αποτίνω. [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποτίνω, πρτ.: απέτινα, στ.μέλλ.: θα αποτίσω, αόρ.: απέτισα & αποτίω (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) αποδίδω σε κάποιον τιμή, ευγνωμοσύνη
- ↪ αποτίνω φόρο τιμής / αποτίω φόρο τιμής
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτίνω | απέτινα | θα αποτίνω | να αποτίνω | αποτίνοντας | |
β' ενικ. | αποτίνεις | απέτινες | θα αποτίνεις | να αποτίνεις | απότινε | |
γ' ενικ. | αποτίνει | απέτινε | θα αποτίνει | να αποτίνει | ||
α' πληθ. | αποτίνουμε | αποτίναμε | θα αποτίνουμε | να αποτίνουμε | ||
β' πληθ. | αποτίνετε | αποτίνατε | θα αποτίνετε | να αποτίνετε | αποτίνετε | |
γ' πληθ. | αποτίνουν(ε) | απέτιναν αποτίναν(ε) |
θα αποτίνουν(ε) | να αποτίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέτισα | θα αποτίσω | να αποτίσω | αποτίσει | ||
β' ενικ. | απέτισες | θα αποτίσεις | να αποτίσεις | απότισε | ||
γ' ενικ. | απέτισε | θα αποτίσει | να αποτίσει | |||
α' πληθ. | αποτίσαμε | θα αποτίσουμε | να αποτίσουμε | |||
β' πληθ. | αποτίσατε | θα αποτίσετε | να αποτίσετε | αποτίστε | ||
γ' πληθ. | απέτισαν αποτίσαν(ε) |
θα αποτίσουν(ε) | να αποτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτίσει | είχα αποτίσει | θα έχω αποτίσει | να έχω αποτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτίσει | είχες αποτίσει | θα έχεις αποτίσει | να έχεις αποτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτίσει | είχε αποτίσει | θα έχει αποτίσει | να έχει αποτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτίσει | είχαμε αποτίσει | θα έχουμε αποτίσει | να έχουμε αποτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτίσει | είχατε αποτίσει | θα έχετε αποτίσει | να έχετε αποτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτίσει | είχαν αποτίσει | θα έχουν αποτίσει | να έχουν αποτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδίδω τιμή και ευγνωμοσύνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποτίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.