τίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τίνω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
τίνω
- καταβάλω τίμημα, πληρώνω το αντίτιμο
- πληρώνω ποινή, πρόστιμο
- εξοφλώ χρέος, απαλλάσσομαι από υποχρέωση
- ανταμείβω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «τίνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «τίνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.