αποτίω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτίω < → δείτε τη λέξη αποτίνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποτίω, στ.μέλλ.: θα αποτίσω, αόρ.: απέτισα
- άλλη μορφή του αποτίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτίω | απέτια | θα αποτίω | να αποτίω | αποτίοντας | |
β' ενικ. | αποτίεις | απέτιες | θα αποτίεις | να αποτίεις | απότιε | |
γ' ενικ. | αποτίει | απέτιε | θα αποτίει | να αποτίει | ||
α' πληθ. | αποτίουμε | αποτίαμε | θα αποτίουμε | να αποτίουμε | ||
β' πληθ. | αποτίετε | αποτίατε | θα αποτίετε | να αποτίετε | αποτίετε | |
γ' πληθ. | αποτίουν(ε) | απέτιαν αποτίαν(ε) |
θα αποτίουν(ε) | να αποτίουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέτισα | θα αποτίσω | να αποτίσω | αποτίσει | ||
β' ενικ. | απέτισες | θα αποτίσεις | να αποτίσεις | απότισε | ||
γ' ενικ. | απέτισε | θα αποτίσει | να αποτίσει | |||
α' πληθ. | αποτίσαμε | θα αποτίσουμε | να αποτίσουμε | |||
β' πληθ. | αποτίσατε | θα αποτίσετε | να αποτίσετε | αποτίστε | ||
γ' πληθ. | απέτισαν αποτίσαν(ε) |
θα αποτίσουν(ε) | να αποτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτίσει | είχα αποτίσει | θα έχω αποτίσει | να έχω αποτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτίσει | είχες αποτίσει | θα έχεις αποτίσει | να έχεις αποτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτίσει | είχε αποτίσει | θα έχει αποτίσει | να έχει αποτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτίσει | είχαμε αποτίσει | θα έχουμε αποτίσει | να έχουμε αποτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτίσει | είχατε αποτίσει | θα έχετε αποτίσει | να έχετε αποτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτίσει | είχαν αποτίσει | θα έχουν αποτίσει | να έχουν αποτίσει |
|