Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσπερνός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσπερν
ός
η
αποσπερν
ή
το
αποσπερν
ό
γενική
του
αποσπερν
ού
της
αποσπερν
ής
του
αποσπερν
ού
αιτιατική
τον
αποσπερν
ό
την
αποσπερν
ή
το
αποσπερν
ό
κλητική
αποσπερν
έ
αποσπερν
ή
αποσπερν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσπερν
οί
οι
αποσπερν
ές
τα
αποσπερν
ά
γενική
των
αποσπερν
ών
των
αποσπερν
ών
των
αποσπερν
ών
αιτιατική
τους
αποσπερν
ούς
τις
αποσπερν
ές
τα
αποσπερν
ά
κλητική
αποσπερν
οί
αποσπερν
ές
αποσπερν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσπερνός
<
αποσπέρα
+
-ινός
Επίθετο
επεξεργασία
αποσπερνός
(
λογοτεχνικό
)
βραδινός
Συνώνυμα
επεξεργασία
αποβραδινός
απόσπερος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποσπερνός
αρσενικό
αποσπερίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσπερνός
→
δείτε
τις λέξεις
βραδινός
και
αποσπερίτης