αποκαρτέρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκαρτέρηση | οι | αποκαρτερήσεις |
γενική | της | αποκαρτέρησης* | των | αποκαρτερήσεων |
αιτιατική | την | αποκαρτέρηση | τις | αποκαρτερήσεις |
κλητική | αποκαρτέρηση | αποκαρτερήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαρτερήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκαρτέρηση < αποκαρτερώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκαρτέρηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκαρτερώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκαρτέρηση