Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδελτίωση οι αποδελτιώσεις
      γενική της αποδελτίωσης* των αποδελτιώσεων
    αιτιατική την αποδελτίωση τις αποδελτιώσεις
     κλητική αποδελτίωση αποδελτιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδελτιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδελτίωση < (καθαρεύουσα) ἀποδελτίωσις < αποδελτιώνω + -σις > -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδελτίωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αποδελτιώνω, η καταγραφή (σε δελτία) πληροφοριών και πηγών που συλλέγει κάποιος ο οποίος κάνει μια ερευνητική εργασία
  2. (γενικότερα) η συλλογή πληροφοριών από μια ή περισσότερες πηγές και η συστηματική ταξινόμησή τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία