Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποδελτιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδελτιώνω
  2. θα αποδελτιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδελτιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποδελτιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδελτίωση