Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδελτιώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αποδελτιώνω

  • καταγράφω σε δελτία πληροφορίες, πχ. λέξεις ή φράσεις από κείμενα, για σύγκριση, ανάλυση κλπ. ή φτιάχνω γραπτό κατάλογο από αυτές τις πληροφορίες

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία