↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερινόητος η απερινόητη το απερινόητο
      γενική του απερινόητου της απερινόητης του απερινόητου
    αιτιατική τον απερινόητο την απερινόητη το απερινόητο
     κλητική απερινόητε απερινόητη απερινόητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερινόητοι οι απερινόητες τα απερινόητα
      γενική των απερινόητων των απερινόητων των απερινόητων
    αιτιατική τους απερινόητους τις απερινόητες τα απερινόητα
     κλητική απερινόητοι απερινόητες απερινόητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απερινόητος < ἀπερινόητος

  Επίθετο

επεξεργασία

απερινόητος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός με την ανθρώπινη λογική
    ※  Ο Θεός, ο άπειρος και απερινόητος δεν εγκατέλειψε τον κόσμο έρμαιο στις δυνάμεις του μίσους και του εγωκεντρισμού. (Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας: Ο Χριστός παραμένει μαζί μας και τις ημέρες της αμφιβολίας και της αδυναμίας, εφημερίδα Έθνος, 24.12.2018 [1])
    ※  Η πρωτόγνωρη λαίλαπα της πανδημίας πού ενέσκηψε, έφερε στο προσκήνιο για μια ακόμη φορά, την απερινόητη αφροσύνη ενός μέρους της κοινωνίας μας , με την ανεπάρκειά του να αντιληφθεί το μέγεθος των εκάστοτε σοβαρών προβλημάτων, τον επαπειλούμενο κίνδυνο της ζωής μας (Μάριος Παπαθεοδώρου, Μεσολογγίτικα Χρονικά, 10 Απριλίου 2020)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία