Δείτε επίσης: απερινόητος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπερινόητος < ἀ- + περινόητος < περινοέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

ἀπερινόητος, ος, ον

  1. που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, ακατανόητος
    ※  Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον (Θεία Λειτουργία)
  2. αδιανόητα σύντομος
  3. ανεπαίσθητος

  Πηγές επεξεργασία