Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεξάρθρωση οι απεξαρθρώσεις
      γενική της απεξάρθρωσης* των απεξαρθρώσεων
    αιτιατική την απεξάρθρωση τις απεξαρθρώσεις
     κλητική απεξάρθρωση απεξαρθρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεξαρθρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεξάρθρωση < απο- + εξάρθρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απεξάρθρωση θηλυκό

  1. (ιατρική) το βγάλσιμο, η διάλυση της άρθρωσης
  2. (μεταφορικά) αποδιοργάνωση, διάλυση
    Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί πολιτική επιλογή η βαθμιαία εγκατάλειψη της Δημόσιας Υγείας, η βαθμιαία υποβάθμιση και εντέλει η απεξάρθρωση του ΕΣΥ.(*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία