απειρώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απειρώνυμος < (ελληνιστική κοινή) ἀπειρώνυμος
Επίθετο
επεξεργασίααπειρώνυμος
- (λόγιο) που έχει άπειρα ονόματα (ως προσωνύμιο του θεού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απειρώνυμος
|