απαρνησιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαρνησιά | οι | απαρνησιές |
γενική | της | απαρνησιάς | των | απαρνησιών |
αιτιατική | την | απαρνησιά | τις | απαρνησιές |
κλητική | απαρνησιά | απαρνησιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Σπάνια στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απαρνησιά < απάρνησ(η) + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paɾ.niˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παρ‐νη‐σιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαρνησιά θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο) η απάρνηση, η εγκατάλειψη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Η κατάρα της απαρνημένης σελ.160@archive - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαρνησιά
|