Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαμίνωση οι απαμινώσεις
      γενική της απαμίνωσης των απαμινώσεων
    αιτιατική την απαμίνωση τις απαμινώσεις
     κλητική απαμίνωση απαμινώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαμίνωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαμίνωση θηλυκό

  1. (χημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απαμινώνω
  2. αποικοδόμηση αμινοξέος είτε με οξείδωση, είτε με υδρόλυση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία