απάντληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απάντληση | οι | απαντλήσεις |
γενική | της | απάντλησης* | των | απαντλήσεων |
αιτιατική | την | απάντληση | τις | απαντλήσεις |
κλητική | απάντληση | απαντλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαντλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απάντληση < αρχαία ελληνική ἀπάντλησις < ἀπαντλέω / ἀπαντλῶ < ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπάντληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απαντλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία απάντληση
|