Δείτε επίσης: ἀπαντλῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαντλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαντλῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαντλέ < ἀπ- ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος

απαντλώ (παθητική φωνή: απαντλούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία