απαντλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαντλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαντλῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαντλέ < ἀπ- ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος
Ρήμα
επεξεργασίααπαντλώ (παθητική φωνή: απαντλούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απάντληση
- απαντλητικός
- → δείτε τις λέξεις από και αντλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαντλώ | απαντλούσα | θα απαντλώ | να απαντλώ | απαντλώντας | |
β' ενικ. | απαντλείς | απαντλούσες | θα απαντλείς | να απαντλείς | ||
γ' ενικ. | απαντλεί | απαντλούσε | θα απαντλεί | να απαντλεί | ||
α' πληθ. | απαντλούμε | απαντλούσαμε | θα απαντλούμε | να απαντλούμε | ||
β' πληθ. | απαντλείτε | απαντλούσατε | θα απαντλείτε | να απαντλείτε | απαντλείτε | |
γ' πληθ. | απαντλούν(ε) | απαντλούσαν(ε) | θα απαντλούν(ε) | να απαντλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απάντλησα | θα απαντλήσω | να απαντλήσω | απαντλήσει | ||
β' ενικ. | απάντλησες | θα απαντλήσεις | να απαντλήσεις | απάντλησε | ||
γ' ενικ. | απάντλησε | θα απαντλήσει | να απαντλήσει | |||
α' πληθ. | απαντλήσαμε | θα απαντλήσουμε | να απαντλήσουμε | |||
β' πληθ. | απαντλήσατε | θα απαντλήσετε | να απαντλήσετε | απαντλήστε | ||
γ' πληθ. | απάντλησαν απαντλήσαν(ε) |
θα απαντλήσουν(ε) | να απαντλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαντλήσει | είχα απαντλήσει | θα έχω απαντλήσει | να έχω απαντλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαντλήσει | είχες απαντλήσει | θα έχεις απαντλήσει | να έχεις απαντλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαντλήσει | είχε απαντλήσει | θα έχει απαντλήσει | να έχει απαντλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαντλήσει | είχαμε απαντλήσει | θα έχουμε απαντλήσει | να έχουμε απαντλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαντλήσει | είχατε απαντλήσει | θα έχετε απαντλήσει | να έχετε απαντλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαντλήσει | είχαν απαντλήσει | θα έχουν απαντλήσει | να έχουν απαντλήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαντλούμαι | απαντλούμουν | θα απαντλούμαι | να απαντλούμαι | ||
β' ενικ. | απαντλείσαι | απαντλούσουν | θα απαντλείσαι | να απαντλείσαι | ||
γ' ενικ. | απαντλείται | απαντλούνταν | θα απαντλείται | να απαντλείται | ||
α' πληθ. | απαντλούμαστε | απαντλούμασταν απαντλούμαστε |
θα απαντλούμαστε | να απαντλούμαστε | ||
β' πληθ. | απαντλείστε | απαντλούσασταν απαντλούσαστε |
θα απαντλείστε | να απαντλείστε | απαντλείστε | |
γ' πληθ. | απαντλούνται | απαντλούνταν | θα απαντλούνται | να απαντλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαντλήθηκα | θα απαντληθώ | να απαντληθώ | απαντληθεί | ||
β' ενικ. | απαντλήθηκες | θα απαντληθείς | να απαντληθείς | απαντλήσου | ||
γ' ενικ. | απαντλήθηκε | θα απαντληθεί | να απαντληθεί | |||
α' πληθ. | απαντληθήκαμε | θα απαντληθούμε | να απαντληθούμε | |||
β' πληθ. | απαντληθήκατε | θα απαντληθείτε | να απαντληθείτε | απαντληθείτε | ||
γ' πληθ. | απαντλήθηκαν απαντληθήκαν(ε) |
θα απαντληθούν(ε) | να απαντληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαντληθεί | είχα απαντληθεί | θα έχω απαντληθεί | να έχω απαντληθεί | απαντλημένος | |
β' ενικ. | έχεις απαντληθεί | είχες απαντληθεί | θα έχεις απαντληθεί | να έχεις απαντληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαντληθεί | είχε απαντληθεί | θα έχει απαντληθεί | να έχει απαντληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαντληθεί | είχαμε απαντληθεί | θα έχουμε απαντληθεί | να έχουμε απαντληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαντληθεί | είχατε απαντληθεί | θα έχετε απαντληθεί | να έχετε απαντληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαντληθεί | είχαν απαντληθεί | θα έχουν απαντληθεί | να έχουν απαντληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαντλημένος - είμαστε, είστε, είναι απαντλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαντλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαντλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαντλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαντλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαντλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαντλημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαντλώ
|