απαντλητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απαντλητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απάντληση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- Το καταδυτικό, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει ελεγχόμενη εισροή υδάτων που αντιμετωπίζεται με ίδια απαντλητικά μέσα, τελεί υπό απαγόρευση απόπλου. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαντλητικός
|