Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αορατότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αορατότητ
α
οι
αορατότητ
ες
γενική
της
αορατότητ
ας
των
αορατοτήτ
ων
αιτιατική
την
αορατότητ
α
τις
αορατότητ
ες
κλητική
αορατότητ
α
αορατότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αορατότητα
<
αόρατος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αορατότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του να είναι κάποιος
αόρατος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ορατότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αορατότητα
αγγλικά
:
invisibility
(en)
γαλλικά
:
invisibilité
(fr)
ρουμανικά
:
invizibilitate
(ro)