Ετυμολογία

επεξεργασία
invisibilité < in- + visibilité

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
invisibilité invisibilités

invisibilité (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία