αξιομισθία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξιομισθία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του αξιόμισθου
Συγγενικά επεξεργασία
- αξιόμισθος
- → δείτε τις λέξεις άξιος και μισθός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιομισθία