αξενία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξενία | οι | αξενίες |
γενική | της | αξενίας | των | αξενιών |
αιτιατική | την | αξενία | τις | αξενίες |
κλητική | αξενία | αξενίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξενία < (ελληνιστική κοινή) ἀξενία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξενία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξενία