ἀξενία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀξενίᾱ | αἱ | ἀξενίαι |
γενική | τῆς | ἀξενίᾱς | τῶν | ἀξενιῶν |
δοτική | τῇ | ἀξενίᾳ | ταῖς | ἀξενίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀξενίᾱν | τὰς | ἀξενίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀξενίᾱ | ἀξενίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀξενίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀξενίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀξενία < ἀ- + αρχαία ελληνική ξένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀξενία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξένος