ανωνυμογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανωνυμογράφος < ανώνυμ(ος) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανωνυμογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ανωνυμογραφεί
Συγγενικά
επεξεργασία- ανωνυμογραφία
- ανωνυμογραφώ
- → δείτε τις λέξεις ανώνυμος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανωνυμογράφος
|