αντιρασιοναλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιρασιοναλιστής < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική antirationalist. Αναλύεται σε αντι- + ρασιοναλιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιρασιοναλιστής[1] αρσενικό
- αυτός που είναι εναντίον του ρασιοναλισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιρασιοναλιστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντιρασιοναλιστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)