Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιπραγματισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αντιπραγματισμ
ός
οι
αντιπραγματισμ
οί
γενική
του
αντιπραγματισμ
ού
των
αντιπραγματισμ
ών
αιτιατική
τον
αντιπραγματισμ
ό
τους
αντιπραγματισμ
ούς
κλητική
αντιπραγματισμ
έ
αντιπραγματισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιπραγματισμός
<
αντί
+
πραγματ-
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιπραγματισμός
αρσενικό
ανταλλαγή
προϊόντων ίσης αξίας, εμπορική πράξη χωρίς τη χρήση
χρήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιπραγματισμός
αγγλικά
:
barter
(en)
,
swap
(en)