αντιλογάριθμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιλογάριθμος < αντι- + λογάριθμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antilogarithm)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιλογάριθμος αρσενικό
- (μαθηματικά) αριθμός που αντιστοιχεί σε δοσμένο λογάριθμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιλογάριθμος