αντικανονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικανονιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααντικανονιστικός
- που δε φέρει κανονιστικά στοιχεία, αξιακά, δεοντολογικά ή πολιτιστικά, αλλά αντίθετα υλιστικά, δηλαδή στρατιωτικού ή οικονομικού χαρακτήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικανονιστικός
|