δεοντολογικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
δεοντολογικά < δεοντολογικός
Επίρρημα επεξεργασία
δεοντολογικά
- από την άποψη της δεοντολογίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεοντολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δεοντολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δεοντολογικό