↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεξουσιαστικός η αντιεξουσιαστική το αντιεξουσιαστικό
      γενική του αντιεξουσιαστικού της αντιεξουσιαστικής του αντιεξουσιαστικού
    αιτιατική τον αντιεξουσιαστικό την αντιεξουσιαστική το αντιεξουσιαστικό
     κλητική αντιεξουσιαστικέ αντιεξουσιαστική αντιεξουσιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεξουσιαστικοί οι αντιεξουσιαστικές τα αντιεξουσιαστικά
      γενική των αντιεξουσιαστικών των αντιεξουσιαστικών των αντιεξουσιαστικών
    αιτιατική τους αντιεξουσιαστικούς τις αντιεξουσιαστικές τα αντιεξουσιαστικά
     κλητική αντιεξουσιαστικοί αντιεξουσιαστικές αντιεξουσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιεξουσιαστικός < αντιεξουσιαστής + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιεξουσιαστικός, -ή, -ό

  • (πολιτική): σχετικός με συμπεριφορά και απόψεις αντιεξουσιαστή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία