αντιδάνειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιδάνειος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αντιδάνειος, -α, -ο
- αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῑ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδάνειος
|
αντιδάνειος, -α, -ο
|