Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιγονικός η αντιγονική το αντιγονικό
      γενική του αντιγονικού της αντιγονικής του αντιγονικού
    αιτιατική τον αντιγονικό την αντιγονική το αντιγονικό
     κλητική αντιγονικέ αντιγονική αντιγονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιγονικοί οι αντιγονικές τα αντιγονικά
      γενική των αντιγονικών των αντιγονικών των αντιγονικών
    αιτιατική τους αντιγονικούς τις αντιγονικές τα αντιγονικά
     κλητική αντιγονικοί αντιγονικές αντιγονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιγονικός < αντιγόνο

  Επίθετο επεξεργασία

αντιγονικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με αντιγόνο
    αντιγονικά συστατικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία