αντιβιόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιβιόγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibiogram < αρχαία ελληνική ἀντί + (βίος) βιό- + -γραμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιβιόγραμμα ουδέτερο
- (ιατρική) εργαστηριακός έλεγχος της ευαισθησίας ενός βακτηριακού στελέχους σε διάφορα αντιβιοτικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιβιόγραμμα