• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανοφθαλμία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοφθαλμία οι ανοφθαλμίες
      γενική της ανοφθαλμίας των ανοφθαλμιών
    αιτιατική την ανοφθαλμία τις ανοφθαλμίες
     κλητική ανοφθαλμία ανοφθαλμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοφθαλμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anophthalmia < ἀν- + αρχαία ελληνική ὀφθαλμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοφθαλμία θηλυκό

  • (ιατρική) η εκ γενετής και για διάφορους λόγους έλλειψη του ενός ή και των δύο οφθαλμών κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη οφθαλμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανοφθαλμία
  • αγγλικά : anophthalmia (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανοφθαλμία&oldid=5453710"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 22:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 22:45. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας