ανοιχτόχρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ανοιχτόχρωμα | ||
γενική | των | ανοιχτόχρωμων | ||
αιτιατική | τα | ανοιχτόχρωμα | ||
κλητική | ανοιχτόχρωμα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοιχτόχρωμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανοιχτόχρωμος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοιχτόχρωμα ουδέτερο στον πληθυντικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοιχτόχρωμα