↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ανιθαγενής οι ανιθαγενείς
      γενική του
του/της
ανιθαγενή
ανιθαγενούς
των ανιθαγενών
    αιτιατική τον/την ανιθαγενή τους/τις ανιθαγενείς
     κλητική ανιθαγενή ανιθαγενείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού,
σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής».
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανιθαγενής < λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- + ιθαγενής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανιθαγενής αρσενικό ή θηλυκό [1]

  • είναι ο αλλοδαπός ο οποίος δεν έχει ιθαγένεια μήτε του κράτους διαμονής μήτε του κράτους προέλευσης, για διάφορους λόγους όπως πολιτικούς ή οικονομικούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)