↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωποφαγικός η ανθρωποφαγική το ανθρωποφαγικό
      γενική του ανθρωποφαγικού της ανθρωποφαγικής του ανθρωποφαγικού
    αιτιατική τον ανθρωποφαγικό την ανθρωποφαγική το ανθρωποφαγικό
     κλητική ανθρωποφαγικέ ανθρωποφαγική ανθρωποφαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωποφαγικοί οι ανθρωποφαγικές τα ανθρωποφαγικά
      γενική των ανθρωποφαγικών των ανθρωποφαγικών των ανθρωποφαγικών
    αιτιατική τους ανθρωποφαγικούς τις ανθρωποφαγικές τα ανθρωποφαγικά
     κλητική ανθρωποφαγικοί ανθρωποφαγικές ανθρωποφαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωποφαγικός < ανθρωποφαγ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ανθρωποφαγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία