ανθρωπογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθρωπογονία | οι | ανθρωπογονίες |
γενική | της | ανθρωπογονίας | των | ανθρωπογονιών |
αιτιατική | την | ανθρωπογονία | τις | ανθρωπογονίες |
κλητική | ανθρωπογονία | ανθρωπογονίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθρωπογονία < ελληνιστική κοινή ἀνθρωπογονία[1] < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + γίγνομαι, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική anthropogony.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + -γονία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.θɾo.po.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πο‐γο‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρωπογονία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η δημιουργία του ανθρώπινου είδους
- ※ Ακριβώς για αυτό το λόγο η τραγωδία του Αισχύλου είναι μια θεϊκή ανθρωπογονία, ενώ η τραγωδία του Σοφοκλή μια θεϊκή ανθρωπολογία, που περιγράφει τη διαδικασία δημιουργίας του ανθρώπου. (Αλέξης Καρπούζος, Κλασική Αρχαιότητα: Μεταμορφώσεις της Σκέψης, (Εργαστήριο Σκέψης, 2014), σελ. 8)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανθρωπογονία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ανθρωπογονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας