↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρώδης η ανδρώδης το ανδρώδες
      γενική του ανδρώδους της ανδρώδους του ανδρώδους
    αιτιατική τον ανδρώδη την ανδρώδη το ανδρώδες
     κλητική ανδρώδη(ς) ανδρώδης ανδρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρώδεις οι ανδρώδεις τα ανδρώδη
      γενική των ανδρωδών των ανδρωδών των ανδρωδών
    αιτιατική τους ανδρώδεις τις ανδρώδεις τα ανδρώδη
     κλητική ανδρώδεις ανδρώδεις ανδρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανδρώδης < αρχαία ελληνική ἀνδρώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

ανδρώδης,-ης,-ες

  • που έχει τα χαρακτηριστικά ή τη φύση του άνδρα
    Και η φωνή του ήτον μεγάλη, δυνατή, και ήτον ανδρώδης και τραχεία. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία