ανασκευαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασκευαστικός < ανασκευάζω
Επίθετο
επεξεργασίαανασκευαστικός
- που ανασκευάζει, που με αυτόν αλλάζει προηγουμενη δήλωση ως αναληθής
- Πρέπει να κάνει ανασκευαστική δήλωση
- που αποδεικνύει ότι κάτι δεν είναι αληθινό
- ανασκευαστικό επιχείρημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασκευαστικός
|