Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασκευαστικός η ανασκευαστική το ανασκευαστικό
      γενική του ανασκευαστικού της ανασκευαστικής του ανασκευαστικού
    αιτιατική τον ανασκευαστικό την ανασκευαστική το ανασκευαστικό
     κλητική ανασκευαστικέ ανασκευαστική ανασκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασκευαστικοί οι ανασκευαστικές τα ανασκευαστικά
      γενική των ανασκευαστικών των ανασκευαστικών των ανασκευαστικών
    αιτιατική τους ανασκευαστικούς τις ανασκευαστικές τα ανασκευαστικά
     κλητική ανασκευαστικοί ανασκευαστικές ανασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασκευαστικός < ανασκευάζω

  Επίθετο επεξεργασία

ανασκευαστικός

  1. που ανασκευάζει, που με αυτόν αλλάζει προηγουμενη δήλωση ως αναληθής
    Πρέπει να κάνει ανασκευαστική δήλωση
  2. που αποδεικνύει ότι κάτι δεν είναι αληθινό
    ανασκευαστικό επιχείρημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία